Ο Στρατής Στρατηγάκης αναφέρεται στα Κριτήρια Εισαγωγής στα Μη Κρατικά ΑΕΙ. Συγκεκριμένα θίγει σημαντικά θέματα που αφορούν τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ειδικά στον τομέα της Ιατρικής, και θέτει πτυχές της εκπαίδευσης και της κοινωνικής ισότητας.
“Ο τρόπος εισαγωγής στα μη κρατικά Πανεπιστήμια είναι καθοριστικής σημασίας για πολλούς λόγους. Ο ένας είναι για να διασφαλιστεί ότι όσοι εισάγονται είναι ικανοί να σπουδάσουν· έχουν, δηλαδή, το γνωστικό υπόβαθρο που τους επιτρέπει την απρόσκοπτη παρακολούθηση των σπουδών τους. Ο δεύτερος λόγος είναι η ισότητα των ευκαιριών που πρέπει να έχουν οι νέοι μας, ώστε η κοινωνία μας να μην οδηγεί κάποιους στο περιθώριο λόγω καταγωγής ή οικονομικής δυσπραγίας και μόνο. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, που, συνήθως, καταλήγουν σε εξεγέρσεις και τυφλή βία.
Το Υπουργείο Παιδείας ακολούθησε μία μέση λύση στα κριτήρια εισαγωγής φοιτητών στα ιδιωτικά ΑΕΙ. Έτσι κάποιος που θέλει να σπουδάσει Ιατρική σε ιδιωτικό ΑΕΙ αρκεί να συμμετείχε στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και να έχει μέσο όρο 8,34, που είναι, σύμφωνα με τα περσινά στοιχεία η ΕΒΕ για όλα τα ιδιωτικά ΑΕΙ. Για την Ιατρική σε Δημόσιο Πανεπιστήμιο η ΕΒΕ ήταν 13,97. Πρώτο μεγάλο ζήτημα είναι, λοιπόν, ότι υπάρχει μία διαφορά στην ΕΒΕ κατά 5,5 μονάδες.
Επειδή οι θέσεις Ιατρικής στα Δημόσια Πανεπιστήμια είναι λίγες η ΕΒΕ δεν αρκεί για να εισαχθεί κανείς, οπότε η χαμηλότερη βάση διαμορφώθηκε στα 18.300 μόρια, το 2023. Δεν γνωρίζουμε, φυσικά, τι θα συμβεί με τη ζήτηση των θέσεων που θα προκύψει στα ιδιωτικά ΑΕΙ και πόσο δύσκολη θα είναι στην πράξη η εισαγωγή. Μπορεί το 8,34 να σταθεί αρκετό, μπορεί και όχι. Ένα σημαντικό θέμα είναι αν αυτό θα είναι σεβαστό από τα ιδιωτικά ΑΕΙ και πώς θα ελεγχθεί από το Υπουργείο Παιδείας η εφαρμογή του.
Είναι γνωστό ότι πάρα πολλοί στην Ελλάδα ψάχνουν το παράθυρο για να πετύχουν τους στόχους τους, παρακάμπτοντας τους υπάρχοντες περιορισμούς. Στις Πανελλαδικές έχουν γίνει αρκετές απόπειρες αντιγραφής που έγιναν γνωστές και πιθανόν και κάποιες που δεν έγιναν γνωστές. Προσπάθειες έχουν γίνει στο παρελθόν να παραβιαστούν οι κανόνες εισαγωγής από τα εσπερινά λύκεια, από την κατηγορία των αθλητών και από τους προφορικά εξεταζόμενους, με το Υπουργείο Παιδείας να υπερασπίζεται επαρκώς την αξιοπιστία του συστήματος.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα όπου παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα. Και στην Αμερική υπάρχουν αρκετοί τρόποι εισαγωγής. Πέρα από τον κανονικό (σύμφωνα με τα κριτήρια κάθε Πανεπιστημίου) υπάρχει και ο τρόπος που εισάγονται και αποφοιτούν οι γόνοι των πολύ πλούσιων. Οι πολύ πλούσιοι γονείς κάνουν μια πολύ μεγάλη δωρεά προς το Πανεπιστήμιο. Έτσι χαλαρώνουν τα κριτήρια και εισάγεται ο ανεπαρκής μαθησιακά γόνος και μάλιστα αποφοιτά από ένα διάσημο Πανεπιστήμιο.
Υπήρξε και άλλος φθηνότερος τρόπος: η καταδολίευση των εξετάσεων. Αποκαλύφθηκε το 2019 και εγκέφαλος ήταν ο William Singer. Πλήρωνε επιτηρητές, εξασφάλιζε ψεύτικες βεβαιώσεις αθλητών και εισέπραξε σε 8 χρόνια 25 εκατομμύρια δολάρια, “βελτιώνοντας” το ακαδημαϊκό προφίλ των πελατών του. Έγινε δίκη στην οποία καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση. Δεν είμαστε μόνο εμείς που ψάχνουμε τρόπους να παραβιάσουμε τους κανόνες, όταν δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε τα κριτήρια.
Το Υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει ότι γίνονται τέτοια πράγματα, καθώς άγνοια της πραγματικότητας απαγορεύεται. Θα πρέπει, λοιπόν, να έχει λάβει τα μέτρα του. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Ας δούμε τι προβλέπει.
Στο Άρθρο 132 , στον ορισμό της «εκπαιδευτικής συμφωνίας» (σ.σ με το μητρικό Πανεπιστήμιο) αναφέρεται μεταξύ άλλων: «το μητρικό ίδρυμα διατηρεί τον πλήρη έλεγχο και την αρμοδιότητα ως προς την αποδοχή φοιτητών με συγκεκριμένα κριτήρια εισαγωγής και τον έλεγχο κάθε μιας ξεχωριστής αίτησης…»
Αυτό δεν προβλέπεται για κάποια υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας. Αν, λοιπόν, το μητρικό ίδρυμα κάνει δεκτό έναν φοιτητή που δεν έχει δώσει καθόλου Πανελλαδικές κανείς δεν θα το μάθει.
Είναι πιθανό να γίνει κάτι τέτοιο; Το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας αναφέρει στην ιστοσελίδα του: «Το ελάχιστο κριτήριο εισδοχής είναι το αναγνωρισμένο Απολυτήριο Λυκείου. Οι φοιτητές/τριες με βαθμό απολυτηρίου χαμηλότερο από 7.5/10 ή 15/20 ή αντίστοιχο, ανάλογα με το σύστημα βαθμολόγησης της χώρας έκδοσης του απολυτηρίου, λαμβάνουν, κατά το πρώτο έτος των σπουδών τους, επιπρόσθετη ακαδημαϊκή καθοδήγηση και παρακολούθηση. Ορισμένα προγράμματα σπουδών έχουν υψηλότερα κριτήρια εισδοχής.» Αναφέρει παρακάτω: «Πέρα από τις δυνατές ακαδημαϊκές επιδόσεις, λαμβάνουμε επίσης υπόψη τις εξοσχολικές (σ.σ. ορθογραφία της ιστοσελίδας) δραστηριότητες, ηγετικές ικανότητες, καθώς και άλλα στοιχεία από το υπόβαθρο του αιτητή.»
Όταν ο φοιτητής ολοκληρώσει επιτυχώς τη φοίτησή του και πριν του απονεμηθεί το πτυχίο το Υπουργείο Παιδείας λαμβάνει τον κατάλογο των αποφοίτων και τα πτυχία που σφραγίζει, αναφέρει το άρθρο 146 του νομοσχεδίου. Είναι προφανές ότι στο τέλος της διαδρομής δεν μπορεί να κάνει τίποτα το Υπουργείο. Δεν πρόκειται κανείς να ελέγξει τι βαθμούς είχε γράψει πριν από 6 χρόνια στις Πανελλαδικές ο φοιτητής. Πρόκειται, νομίζω, για τυπική διαδικασία και όχι ουσιαστική.
Αν το Υπουργείο Παιδείας ήθελε να ισχύσει έστω και η ελάχιστη ΕΒΕ που έθεσε για την εισαγωγή των φοιτητών στα ιδιωτικά ΑΕΙ, θα απαιτούσε να εγκρίνει τον κατάλογο των εγγραφομένων φοιτητών κάτι που δεν προβλέπει το νομοσχέδιο. Άρα, ουσιαστικά, το Υπουργείο Παιδείας αφήνει στο φιλότιμο των ιδιωτικών ΑΕΙ το σεβασμό του μέτρου που αποφάσισε.
Είναι προφανές ότι δεν αρκεί να νομοθετείς κάτι· πρέπει να δημιουργείς και τους μηχανισμούς ελέγχου της υλοποίησης αυτού που νομοθέτησες, αλλιώς καταστρατηγείται πολύ εύκολα. Συμβαίνει πολύ συχνά στην Ελλάδα, αλλά συνέβη και στην Αμερική όπως είδαμε.
Τα Πανεπιστήμια τι κάνουν όταν θέλουν να δεχθούν φοιτητές με χαμηλό βαθμό απολυτηρίου; Πρόσθετα μαθήματα ενίσχυσης για τους χαμηλόβαθμους φοιτητές, υποθέτω με έξτρα χρέωση. Δεν γνωρίζω κάποιον Έλληνα φοιτητή που θέλησε να σπουδάσει Ιατρική στην Κύπρο ή σε άλλη χώρα με χαμηλή βαθμολογία και δεν έγινε δεκτός. Η ΕΒΕ που ορίζει το Υπουργείο Παιδείας πολύ εύκολα θα παρακαμφθεί, διότι κανείς δεν νοιάζεται για την πραγματική εφαρμογή της.
Είναι σημαντικό να υπάρχει η αίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν, λοιπόν, δημιουργηθεί η αίσθηση στους μαθητές του Λυκείου ότι όποιος έχει λεφτά σπουδάζει, ανεξάρτητα από τις ικανότητές του, και όποιος δεν έχει πρέπει να διαβάζει πολύ, να δίνει Πανελλαδικές και να τρέχει σε άλλη πόλη, αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο για την κοινωνία μας. Αυτές οι αδικίες, που τα παιδιά, μέσα στην αφέλεια της ηλικίας τους, τονίζουν, δημιουργούν την αίσθηση της αδικίας. Αυτή με τη σειρά της οδηγεί τους αδικημένους να πιστεύουν και να λένε ότι φταίει το σύστημα, να ψηφίζουν αντισυστημικά κόμματα και, τελικά, να ανεβαίνουν τα ακροδεξιά κόμματα.
Οι χαμένοι του κοινωνικού ανταγωνισμού, ειδικά αν έχουν την αίσθηση ότι ο αγώνας δεν ήταν με ίσους όρους , είναι οι καλύτεροι πελάτες των ακροδεξιών κομμάτων παγκοσμίως. Ας μην κάνουν, λοιπόν, τους ανήξερους και τους απορημένους κάποιοι για την άνοδο της ακροδεξιάς. Έχουν εργαστεί πολλοί γι’ αυτό, πολλά χρόνια τώρα.”
Στρατής Στρατηγάκης, Ναυτεμπορική