Ἡ ἀκροβασία τοῦ Παπαδιαμάντη μεταξύ τέχνης καί πίστεως
Ἡ πίστη διαρκῶς ἀναβαπτίζεται μέσα ἀπό τήν τέχνη. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος παντοῦ στεκόταν μέ τό ράσο τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν γραφή του ἀπέβαλε αὐτό τό ράσο, τήν ταυτότητα τοῦ εὐσεβοῦς ἀσκητή, καί δραπετεύοντας ἔγινε δραματικός, προκαλώντας τήν ἀναμέτρηση μέ τήν Θεία Δίκη καί ἐν τέλει τήν ρήξη καί τήν ἀπόληξη σέ μιά ‘’σοβαρή’ πίστη.
Σίγουρα στό ἔργο του ὑπάρχει ἀγιοσύνη, τό ἐκκλησιαστικό τροπάριο, ἡ κατήχηση· ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ μυστική φωταγωγία τῆς ἀνθρώπινης ταπεινοσύνης, τῆς ἀνθρώπινης φτωχολογιᾶς καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ πόνου.
Ἡ ἐγκαταλελειμμένη ἀνθρώπινη φύση σέ συνδυασμό μέ τήν χαροκαμένη φτωχολογιά ἀλληλοθεμελιώνουν μέ δυστυχία καί πόνο τήν ὕπαρξη στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, ὑποδηλώνοντας τήν πικρία καί τόν ἐμπαιγμό ὡς πρός τήν ὑπόσχεση τοῦ χριστιανικοῦ προορισμοῦ περί βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ἀντλώντας στοιχεῖα ἀπό τήν σκιαθίτικη ταπεινοσύνη καί ἀπό τήν ἀθηναϊκή φτωχολογιά, συνθέτει ἕναν κλειστό κόσμο, μιά κλειστή κοινωνία, ἀρχαϊκή, ἀπείθαρχη καί πολυδιάστατη, σάν ἕνας νέος Μεσαίωνας.
Ὁ πόνος, οἱ κατατρεγμένοι, ἡ φτωχολογιά αἰσθητοποιοῦνται. Δέν πρόκειται γιά ρεαλισμό, ἀλλά καί ἀκραιφνῆ νατουραλισμό. Ὡστόσο, αὐτός ὁ νατουραλισμός του ἔχει καί ἕναν συμβολικό χαρακτήρα. Αὐτή ἡ ἀθλιότητα, ὁ πόνος, ἡ ἐξιλέωση, ὁ κολασμός, τά ὁποῖα συνθέτουν ἕναν κλειστό κόσμο ἀπολίτιστο, ἀντιδραστικό στήν πρόοδο, χριστιανικά ἑρμαφρόδιτο, ἀνενημέρωτο στήν τεχνοκρατική εἴδηση, ὑποδηλώνουν τήν πνευματική καί μυστική ἀγωνία τοῦ Παπαδιαμάντη καί ἐν γένει τῶν ἀνθρώπων, μιά διαμαρτυρία πού ἐπικαλύπτεται ἀπό τήν τέχνη του. Οἱ κατάρες, οἱ βλασφημίες, ἡ ἁμαρτία ἐν γένει, δηλ. ἡ διαβολική ὑπόσταση καί παρουσία στήν γραφή του ἐπιβάλλει τήν ‘μαύρη ἱερότητα’ τῶν πτωχῶν.
Ὁ Παπαδιαμάντης θά γίνει ὑπέρμαχος τοῦ ἐγκαταλελειμμένου πλάσματος, τοῦ πεπτωκότος πλάσματος, αὐτοῦ πού ἀποξενώθηκε ἀπό τήν ἰδεώδη κατάσταση του, εἴτε αὐτή ἦταν τοῦ ἔρωτος (‘ὄνειρο στό κύμα’) εἴτε ἦταν γαλήνη καί ζωή (‘ἁπλή εἰς τό χωρίον’), διότι ὁ ἴδιος ἔνοιωθε πεπτωκός πλάσμα. Ὁ Χριστός καί ἡ βασιλεία του παραμένουν στό ἔργο του μία μύχια ἀπόγνωση καί ἐλπίδα. Ἡ μεταφυσική αὐτή ἰδέα παλεύει μέσα στό ἔργο ἐνεργητικά, ἀλλά ποτέ ὡς ὁδηγός.
Ἡ ἁμαρτία καί ὁ πόνος στό ἔργο του εἰσβάλλουν καί ἡ ‘ἀπερίγραπτος κηλίς’ παρεισφρέει παντοῦ, ὅπου ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται καί ἀπορρέει ὁ πόνος ἀπό τήν ὑπαρξιακή τύχη. Ὁ Παπαδιαμάντης διαρκῶς διαμαρτύρεται γιά τήν μεταφυσική ἁρπαγή καί τό κενό, διαρκῶς ἀναρωτᾶται γιά τό ‘πάντα λίαν καλά’, ἐνῶ βλέπει τό λειψό ἔργο πού πλημμυρίζει ἀπό πόνο. Κάπως ἔτσι ἐμφανίστηκε ἡ ‘’φόνισσα’’.
Ὁ ἐρημίτης καί κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης ἀποσύρεται ἀπό τήν σάρκα, τά ἐγκαύματα τῆς μετάνοιας βαθαίνουν, ὡστόσο ὁ πειρασμός τῶν ἐγκοσμίων τόν πλημμυρίζει (π.χ. ‘’Καλόγηρος’’, τόμος Α+Β). Μία νοσταλγία Παραδείσου, μία νοσταλγία κολάσεως ὑπάρχει παντοῦ, πού δημιουργοῦν ἕνα τεράστιο κενό, ὥστε ὁ κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης νά ἔχει τάσεις φυγῆς ἀπό τήν ὕλη καί τήν ἁμαρτία της (‘’Καλόγερος’’, ‘Ἁμαρτίας φάντασμα’, ‘’Φόνισσα’’, κ.ο.κ.).
Στήν ‘’Φόνισσα’’ ἡ Φραγκογιαννού καταδεικνύει τήν ἀναπηρία τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδας, ἐνῶ ἀναβιώνει τήν ἄρνηση τοῦ Καῖν στήν χλιαρή Χριστολογία καί ἐλπίδα, ἐπιβάλλοντας ἕναν παράφρονα καί αἱμοσταγῆ κώδικα δικαίου μεσαιωνικῆς δαιμονίας. Μέ μιά ἐξεγερμένη ἐλευθερία δολοφονεῖ τόν Θεό μέσα της ἀποκλείοντας κάθε ἀνθρωπιά καί καλοσύνη, φέροντας στήν πραγματική ζωή τόν ἐφιάλτη πού ἐμβιώνει μέσα της.
Ὁ Παπαδιαμάντης σ’ ὅλο τό ἔργο του παραπονιέται, διαμαρτύρεται, πονάει, ἀντικατοπτρίζει τόν ἄνθρωπο, φωταγωγεῖ, στοχάζεται…
Το αφιέρωμα αυτό προέρχεται από το βιβλίο του Δημήτρη Νάτση με τις εκδόσεις Γρηγόρη :